- πίνακας
- ο / πίναξ, -ακος, ΝΜΑ1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» — κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπουβ. «πίνακας άγνωστων λέξεων» γ. «χρονολογικός πίνακας» — πίνακας, στον οποίο αναγράφονται με τη σειρά οι χρονολογίες διαφόρων γεγονότωνδ. «πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδεία διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν»)2. εικόνα, παράσταση ζωγραφισμένη επάνω σε σανίδανεοελλ.1. ξύλινο τετράγωνο ή ορθογώνιο, βαμμένο με μαύρο ή πράσινο χρώμα, στερεωμένο στον τοίχο τού σχολείου, επάνω στο οποίο γράφουν με κιμωλία, αλλ. μαυροπίνακας2. έργο, παράσταση ζωγραφικής σε σανίδα ή οθόνη, καναβάτσο κ.α.3. εικόνα, σχέδιο, παράσταση, διάγραμμα, τυπωμένα πάνω σε χαρτί («πίνακες εκτός κειμένου»)4. (ειδικά) σύνολο όρων, συμβόλων ή αριθμών ταξινομημένων σε οριζόντιες και κάθετες στήλες στα πλαίσια ενός κειμένου («περιοδικός πίνακας τού Μεντελέγεφ»)5. (ηλεκτρολ.) σύνολο εξαρτημάτων και οργάνων που προορίζονται για τον έλεγχο τής λειτουργίας ή τής κατάστασης τών ηλεκτρικών κυκλωμάτων, καθώς και για τον χειρισμό τους (α. «πίνακας εισαγωγής» β. «γενικός πίνακας» γ. «πίνακας διανομής»)6. εκκλ. κατάλογος θεολογικών ή άλλων έργων, η ανάγνωση τών οποίων απαγορευόταν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή τουλάχιστον επιτρεπόταν μόνο μετά από ειδική άδεια και για ειδικούς λόγους7. φρ. α) «άγραφος πίνακας» — όρος που σχετίζεται με τη γνωσιοθεωρία τού Άγγλου φιλοσόφου Τζων Λοκ που θέλησε έτσι να υπογραμμίσει ότι ο άνθρωπος δεν έχει έμφυτες ιδέες και ότι κατά τη γέννηση τού ατόμου ο νους του είναι σαν τον άγραφο πίνακα, σαν άγραφο χαρτί πάνω στο οποίο «γράφονται» και εντυπώνονται μετά οι γνώσεις με την αγωγή και τη διαβίωσή του στο πλαίσιο τής κοινωνίαςβ) «μαύρος πίνακας» — ανεπίσημος θεσμός που υφίσταται κυρίως στις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες και στον οποίο γράφονται οι κακής πίστης έμποροι και επιχειρηματίες με άμεση συνέπεια τη στέρηση κάθε πιστωτικής διευκόλυνσηςγ) «πίνακες λογιστικής» — οι πίνακες που χρησιμοποιούνται στη γενική λογιστική για υποβοήθηση τών λογιστικών εγγράφων και ελέγχων και στη λογιστική τού κόστους για την κατανομή τών δαπανών κατ' είδος στα κέντρα κόστους τών λειτουργιών τής παραγωγής, τής διάθεσης, τής διοίκησης, τής χρηματοδότησηςμσν.-αρχ.1. ξύλινο πινάκιο, γαβάθα2. δίσκος ξύλινος, στον οποίο τοποθετούνται εδέσματα για να σερβιριστούν3. σανίδα ή πλάκα στην οποία εγγράφονται αστρονομικά σχήματααρχ.1. σανίδα («πίνακας... νεῶν», Όμ.Οδ.)2. αναθηματικός πίνακας επάνω σε είδωλο3. πίνακας, στον οποίο αναγράφονται δημόσιες κοινοποιήσεις, αρχείο4. είδος ακονιού για μαχαίρια5. θέατρο ανδρεικέλων, κουκλοθέατρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίν-αξ, με επίθημα -αξ (πρβλ. κλίμ-αξ, σχίδ-αξ) συνδέεται μορφολογικά με τα: αρχ. σλαβ. pini «κορμός δέντρου, κούτσουρο» και αρχ. ινδ. pināka- «ράβδος, καλάμι». Η ελλ. λ., ωστόσο, εμφανίζει μια σημαντική σημασιολογική διαφοροποίηση από τους προηγούμενους τ., που μπορεί να συγκριθεί με τις σημ. τού λατ. cōdex: «κορμός, στέλεχος δέντρου», αλλά και «πίνακας, βιβλίο»].
Dictionary of Greek. 2013.